λησμονή

λησμονή
λησμονή, ἡ (ΑM) [λήσμων]
λήθη, λησμονιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερημονήσι — Ονομασία τεσσάρων μικρών νησιών. 1. Νησί κοντά στο δυτικό τμήμα της βόρειας Ύδρας, Δ από το νησί Κιβωτός. 2. Νησί στο στόμιο του κόλπου της Καλλονής στη Λέσβο. 3. Νησί στην ανατολική παραλία της Εύβοιας, στον όρμο Βλαχία. 4. Νησί στην ανατολική… …   Dictionary of Greek

  • λησμονημός — καί αλησμονημός, ὁ (Μ) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. ἐ λησμόνη σα τού λησμονῶ + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”